- ἀφηνίασε
- ἀ̱φηνίασε , ἀφηνιάζωrefuse to obey the reinsaor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀφηνιάζωrefuse to obey the reinsaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφηνιάζω — ίασα, ιασμένος 1. (για άλογα), δεν υπακούω στον καβαλάρη, αλλά τρέχω ακατάσχετα όπου τύχει: Το άλογο αφήνιασε κι έριξε κάτω τον καβαλάρη. 2. (για ανθρώπους), παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, το παρακάνω: Ο προϊστάμενος κάποια στιγμή αφήνιασε και δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)